12/18/2009

Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων

Α
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης =
αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος =
αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
ΑΜΒΩΝ μουνόχειλο [ άμβων = ανά + βαίνω]
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [
ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΑΠΟΨΥΓΜΑ σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να
κρυώσει]
ΑΡΟΤΟΣ γαμίσι [ άροτος = όργωμα]

Β
ΒΔΕΩ κλάνω [βδέω = βρωμάω]
ΒΛΗΧΩ μουνάκι [ βληχώ = βληχή (βέλασμα, αρνάκι μαλλιαρό)]
ΒΟΥΒΟΝΙΩ καυλώνω [ βουβονιώ = βόμβων (πρήξιμο, φούσκωμα)]

Γ
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα, γλείφω αιδοία [γλωττοδεψέω =
γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
ΓΟΓΓΥΛΗ βυζί [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]

Δ
ΔΕΛΦΥΣ γυναικείο αιδοίο [ δελφύς = βολβός (αγριοκρεμμύδα)]
ΔΙΔΥΜΟΣ αρχίδι [ δίδυμος = δις + δύο]
ΔΡΟΜΑΣ πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]

Ε
ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ κίναιδος που κουνάει τον κώλο του [εδρόστροφος = έδρα +
στρέφω]
ΕΣΧΑΡΑ γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ γυναίκα με ωραίο κώλο [εύπυγος = ευ + πυγή ]

Κ
ΚΑΣΣΩΡΙΣ πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας την ψωλή του [κίνουρης = κινέω
+ ουρά]
ΚΥΝΤΕΡΟΣ αναίσχυντος, θρασύς [κύντερος = από το κύων
ΚΥΩΝ πέος [ κύων = από το ρήμα κύω (γεννώ)]

Μ
ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ γυναίκα που θέλει διαρκώς να γαμιέται [ μανιόκηπος = μανία +
κήπος (μουνί)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ γυναίκα που βυζαίνει το πέος, πιπατζού [μύζουρις = μυζάω + ουρά
(πέος)]
ΜΥΡΡΙΝΟΝ η τριχωτή περιοχή του αιδοίου [μυρρίνον = από το μύρρα (μυρτιά)]

Π
ΠΕΡΙΒΑΣΩ η γυναίκα που καβαλάει ερωτικά άνδρες[περιβασώ = περί + βαίνω]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ άνδρας με μεγάλο πέος [ πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΠΥΓΙΣΤΗΣ κωλομπαράς [πυγιστής = από την πυγή]

Ρ
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ άνδρας που εκτομίζει ακατάπαυστα βλακείες
[ρωποπερπερήθρας =(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]