12/18/2009

Αρχαία Ανέκδοτα

Ένας πατέρας ζήτησε από τον Αρίστιππο να διδάξει τον γιο του. Ο φιλόσοφος
ζήτησε αμοιβή 500 δραχμές. Ο πατέρας θεώρησε υπερβολικό το ποσό. «Με τόσα
χρήματα», είπε, «θα μπορούσα να αγοράσω ένα ζώο». «Αγόρασε», είπε ο
Αρίστιππος, «κι έτσι θα έχεις δύο».

Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ρώτησε τον Αρίστιππο: «Γιατί οι
φιλόσοφοι επισκέπτονται τα σπίτια των πλουσίων, ενώ οι πλούσιοι δεν
πηγαίνουν στα σπίτια των φιλοσόφων;». Ο Αρίστιππος αποκρίθηκε: «Γιατί οι
φιλόσοφοι ξέρουν τι τους λείπει, ενώ οι πλούσιοι δεν ξέρουν».

Ο Διογένης βλέποντας κάποιον να δείχνει ερωτευμένος με μια πλούσια γριά,
είπε: «Σ' αυτήν δεν κάρφωσε τα μάτια του, αλλά τα δόντια του».

Πληροφορήθηκε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν. Ο
φιλόσοφος απάντησε: «Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα
και να με μαστιγώνουν».

Πλησίασε ένας τον Δημοσθένη, του είπε ότι χτυπήθηκε από κάποιον και τον
παρακαλούσε να τον υπερασπιστεί ως συνήγορος. Ο Δημοσθένης του είπε:
«Τίποτα δεν έπαθες». Όταν ο άνθρωπος άρχισε να φωνάζει, ο Δημοσθένης
παρατήρησε:«Τώρα ακούω πραγματικά τη φωνή ενός αδικημένου ανθρώπου».

Κάποτε ο Διογένης φώναζε: «Ελάτε εδώ, άνθρωποι!». Και όταν μαζεύτηκαν
πολλοί, τους κυνήγησε με το μπαστούνι του, λέγοντας: «Ανθρώπους κάλεσα,
όχι καθάρματα!».

Ένας φαλακρός έβριζε τον Διογένη. Ο φιλόσοφος γύρισε και του είπε: «Δεν
σου ανταποδίδω τις βρισιές, αλλά θα ήθελα να πω ένα "μπράβο" στις τρίχες
σου, γιατί απαλλάχτηκαν από ένα κακορίζικο κεφάλι».

Παρακινούσαν τον Φίλιππο τον Μακεδόνα να εξορίσει κάποιον που τον
κακολογούσε. Ο Φίλιππος απάντησε: «Δεν είστε καλά! Θέλετε να τον στείλω να
με κατηγορεί και σ' άλλα μέρη;».

Ρώτησαν τον Αριστείδη τι τον στεναχωρούσε πιο πολύ στην εξορία. Εκείνος
απάντησε: «Η κακή φήμη της πατρίδας μου. Όλοι την κακολογούν επειδή με εξόρισε».

Ο Φωκίωνας διαφωνούσε συνήθως με όλους πάνω σε πολιτικά θέματα. Μια φορά
όμως, όταν μίλησε στην Εκκλησία του Δήμου, όλοι ασπάστηκαν τις ιδέες του.
Απορημένος γύρισε προς τους φίλους του και τους ρώτησε: «Μήπως είπα σήμερα
κάποια ανοησία, χωρίς να το καταλάβω;».

Έτρωγε κάποτε ο Διογένης σε λαϊκό μαγειρείο. Σε μια στιγμή βλέπει να περνά
απέξω ο ρήτορας Δημοσθένης. Τον φώναξε να πάει μέσα. Εκείνος αρνήθηκε για
λόγους αξιοπρέπειας. Τότε ο Διογένης του λέει: «Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι.
Και ο κύριός σου (δηλ. ο λαός) έρχεται συχνά εδώ».