Συκοφαντία
Την εποχή που ήταν νομοθέτης ο Σόλωνας είχε απαγορεύσει με νόμο στους Αθηναίους την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων στις άλλες πόλεις κράτη εκτός από το ελαιόλαδο . Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν επιτρεπόταν τότε και η πώληση σύκων . Όποιος λοιπόν ενημέρωνε τους άρχοντες ,για αυτούς που έβγαζαν παράνομα σύκα από την Αττική , αυτός ονομαζόταν συκοφάντης και η πράξη του συκοφαντία.
Μαλάκας
Στα αρχαία ελληνικά η λέξη σήμαινε "άρρωστος". Η λέξη προέρχεται εκ του ρήματος μαλακιάω, που σημαίνει μαλακώνω. Συνώνυμα ρήματα: καταμαλακίζω, πλαδαρούμαι, μαλακύνω. Ως ουσιαστικό η λέξη μαλακία είναι Ιωνική και σημαίνει μαλακός. Στον "Περικλέους Επιτάφιο" του Θουκυδίδη (...φιλοκαλούμεν γαρ μετ' ευτελείας, και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας) η λέξη σημαίνει την μαλθακότητα. Στα Νικομάχεια Ηθικά του Αριστοτέλη η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την καρτερικότητα, ενώ ως λατινική λέξη η malacia, υποδηλώνει την ήρεμη θάλασσα.[3]
Στα νεότερα χρόνια η λέξη μαλακία ταυτίσθηκε με την διανοητική ανεπάρκεια ή εγκεφαλική παθογένεση, εξ ού και η "μαλάκυνση εγκεφάλου". Επίσης και στην εκκλησιαστική γλώσσα διαφαίνεται η αυτή σημασία "από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν" δηλαδή ως πνευματική ασθένεια - αρρώστια.
Σαδισμός
Ο όρος σαδισμός (γαλλ. sadisme) δημιουργήθηκε από το Γερμανό ψυχίατρο Richard von Krafft-Ebing και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1886 στο έργο του "Psychopathia Sexualis". Η σημασία του έχει να κάνει με την επίδραση της σκληρότητας στη σεξουαλική διέγερση με την επιβολή σωματικού πόνου, νοητικής βασάνου ή και των δύο παράλληλα. Περιγράφεται επίσης ως γενετήσια διαστροφή κατά την οποία προκαλείται διέγερση μόνο με την πρόκληση πόνου σε άλλο άτομο ή με τη θέα αίματος.
«Η σκληρότητα είναι απλά η ενέργεια σε έναν ανθρώπινο πολιτισμό που δεν έχει πλήρως αλλοιωθεί. Επομένως είναι αρετή και όχι ανηθικότητα». Απόψεις, όπως αυτή, του Μαρκησίου ντε Σαντ, καθώς και η σεξουαλική δράση σε έργα του συνέτειναν στο να δανείσει μεταθανάτια το όνομά του στον ψυχοπαθολογικό αυτό όρο.
Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε
Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους…φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
- Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά;
Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.
Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Την λίμνη των Ιωαννίνων ανέκαθεν τη δούλευαν οι ψαράδες της περιοχής για τα νόστιμα ψάρια της (σήμερα τα πιο πολλά χρήματα τούς τα δίνουν οι βάτραχοι της λίμνης, γιατί τους εξάγουν στο εξωτερικό). Στην εποχή, όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλί Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλί Πασά.
Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλί τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει. Ένας γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλί Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σήμερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε είτε την ακόρεστη πείνα, είτε τον ανεκπλήρωτο πόθο, το απλησίαστο.
Έγινε Λούης
Στις 10 Απριλίου τού 1896, ο Μαραθωνοδρόμος Σπυρίδων Λούης εισήλθε στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, νικητής τού αντιστοίχου αγωνίσματος των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων τής σύγχρονης εποχής. Έτρεξε τόσο γρήγορα, ώστε η φράση «Έγινε Λούης» χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, για να δηλώσουμε ότι κάποιος όχι απλώς έφυγε, αλλά ότι εξαφανίσθηκε τρέχοντας πάρα πολύ γρήγορα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πέντε από τους πρώτους έξι Μαραθωνοδρόμους, ήσαν Έλληνες.
Εξ' Απαλών Ονύχων
Δυστυχώς, ακούμε πολύ συχνά να χρησιμοποιούν την φράση λάθος. Την ερμηνεύουν ως «διακριτικά», «με τρόπο». Η έννοια της φράσεως όμως, είναι «από τα γεννοφάσκια». Τότε δηλαδή, που το άτομο είχε απαλά νύχια.
Επιτέλους Μόνοι
Το 1883, έγινε στο Παρίσι μία έκθεση ζωγραφικής, στην οποία συμμετείχε και ο ζωγράφος Εμίλ Τοφανό, με το έργο του «Επιτέλους Μόνοι». Το έργο αυτό, το αγόρασε ένας εκδοτικός οίκος και το τύπωσε σε εκατομμύρια καρτ ποστάλ, τις οποίες αγόραζαν μετά μανίας όλοι οι ερωτευμένοι. Και η έκφραση έμεινε: «Επιτέλους Μόνοι!». επιστροφή
Καημένε Αθανασόπουλε Τι Σού 'Μελλε Να Πάθεις
Τετάρτη, 7 Ιανουαρίου 1931.
Η αστυνομία ανακαλύπτει τεμαχισμένη, την σωρό τού Νικολάου Αθανασοπούλου. Από την ανακριτική διαδικασία, προκύπτει ότι στο ειδεχθές έγκλημα, εμπλέκεται και η σύζυγός του. Εξ' αιτίας αυτού του πραγματικά πρωτοφανούς (για την εποχή εκείνη) γεγονότος, παρέμεινε η συγκεκριμένη έκφραση.
Με Τη Σέσουλα
Μπορεί στις ημέρες μας σχεδόν τα πάντα να είναι τυποποιημένα, πριν από αρκετά χρόνια όμως, η τυποποίηση, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ήταν άγνωστη λέξη. Τα όσπρια (π.χ. φασόλια, φακές κ.λπ.) τα οποία μπορούσε να αγοράσει κάποιος από τα μπακάλικα, ήσαν χύμα, μέσα σε μεγάλα τσουβάλια. Ο μπακάλης λοιπόν έπρεπε να βγάλει από το τσουβάλι, την ποσότητα την οποία ήθελε να αγοράσει ο πελάτης. Επειδή αυτό ήταν προφανώς δύσκολο να γίνει με το χέρι, είχε στην διάθεσή του ένα, ας πούμε, φτυαράκι, το οποίο χώραγε μεγάλη ποσότητα οσπρίων και το οποίο λεγόταν σέσουλα. Έτσι, όταν κάτι υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες, συνηθίζουμε να λέμε ότι αυτό είναι «με τη σέσουλα». Εάν θέλετε να δείτε μία πραγματική σέσουλα, επισκεφθείτε ένα παραδοσιακό ξηροκαρπάδικο και αγοράστε πασατέμπο. Το φτυαράκι με το οποίο ο έμπορος θα βάλει τον πασατέμπο στο σακκουλάκι, είναι η σέσουλα.
Ούκ Άν Λάβοις Παρά Τού Μή Έχοντος
Μετά τον θάνατό του, ο Μένιππος έφθασε στις όχθες τού Αχέροντος ποταμού, από όπου θα τον παρελάμβανε ο Χάρων, για να τον μεταφέρει στην απέναντι όχθη, και επομένως στον Κάτω Κόσμο. Η φράση «Ουκ αν λάβοις παρά τού μή έχοντος», καθιερώθηκε μετά την χαρακτηριστική συνομιλία τού Μενίππου με τον Χάροντα, σχετικώς με τα πορθμεία τα οποία έπρεπε να αποδώσει ο Μένιππος, ώστε να περάσει στην απέναντι όχθη τού Αχέροντος ποταμού.
Χάρων: Ποδαποί μέν έστε, ώ νεανίαι, καί πόθεν ενταύθα αφίκεσθε;
Μένιππος: Ούτος μέν Ερμής θεός εστίν, εγώ δ' αλλοδαπός. Αμφότεροι δ' ουδαμόθεν άλλοθεν αφικόμεθα ή εκείθεν, όποι οί άνθρωποι αποθνήσκοντες είς Άδου καταβαίνουσι.
Χάρων: Πηλίκος δ' εί;
Μένιππος: Τηλικούτος, ηλίκον σύ οράς.
Χάρων: Πότερος δ' αποδώσει μοι τά πορθμεία;
Μένιππος: Ουδέτερος. αμφότεροι γάρ ουκ έχομεν οβολόν καί παρά τού μή έχοντος ουκ άν λάβοις.
Χάρων: Έστι δέ τις οβολόν ουκ έχων;
Μένιππος: Ει μέν τις άλλος, ουκ οίδα; Εγώ δέ, ός Μένιππος ειμι, ουκ έχω.
Χάρων: Ποί σε νύν αγάγω άνευ οβολού;
Μένιππος: Όποι καί τούς άλλους νεκρούς. ει δέ μή, άπαγέ με εκείσε, ένθα καί πρίν με ελθείν ενθάδε, οί έρεβός εστι καί ουδέν άλλο.
Χάρων: Τούτο μέντοι, ό ζητείς, ώ φίλε, αδύνατον.
Ρώσσικη Ρουλέττα
Η συγκεκριμένη διαδικασία θεωρείται ότι έλκει την καταγωγή της από Ρώσσους αξιωματικούς, κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Συμφώνως προς την διαδικασία, κάποιος βάζει μία σφαίρα σε ένα περίστροφο, περιστρέφει τον κύλινδρο, σημαδεύει το κεφάλι του και πυροβολεί. Μία δοκιμασία θάρρους, ή βλακείας, κατά την οποία έχεις μία στις έξι πιθανότητες να σκοτωθείς. Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει παράτολμες ενέργειες, έως και θανατηφόρες.
Σιγά Τον Πολυέλαιο
Τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 και αφού ένα τμήμα τής Ελλάδος έγινε ανεξάρτητο κράτος, άρχισε και η λειτουργία τής Βουλής. Στην οροφή της κρεμόταν ένας αρκετά βαρύς πολυέλαιος, αλλά όχι ιδιαίτερης αξίας. Οι οπλαρχηγοί, οι οποίοι συνήθιζαν να έρχονται στην αίθουσα των συνεδριάσεων αρματωμένοι, όταν «άναβαν τα αίματα», άρχιζαν να ρίχνουν κουμπουριές προς το ταβάνι, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να πέσει ο πολυέλαιος και να τραυματισθούν οι παρευρισκόμενοι. Οι ψυχραιμότεροι λοιπόν, φώναζαν «Προσέξτε τον πολυέλαιο», οι άλλοι απαντούσαν «Σιγά τον πολυέλαιο!» και έτσι, η έκφραση έμεινε.
Στις Καλένδες
Η ημέρα τής νέας σελήνης, δηλαδή η πρώτη ημέρα κάθε μηνός στο αρχαίο Ρωμαϊκό ημερολόγιο, ονομαζόταν Καλένδες. Έτσι, κάτι το οποίο παραπέμπεται στις Καλένδες, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, αφού στο αρχαίο Ελληνικό ημερολόγιο δεν υπήρχαν Καλένδες.
Τέρμα τα δίφραγκα
Πριν από πολλά χρόνια, το κόστος τού εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν ήταν ενιαίο για ολόκληρη την διαδρομή. Μέχρι κάποιο σημείο κόστιζε 2 δραχμές (€0,01Λ). Μετά από αυτό το σημείο και αφού ανέβαιναν οι επιβάτες και έκλειναν οι πόρτες, ο εισπράκτορας φώναζε δυνατά «Τέρμα τα δίφραγκα» Έτσι καθιερώθηκε η φράση, δηλώνοντας κάτι το οποίο τελείωσε οριστικά, ή κάτι για το οποίο χάσαμε την ευκαιρία.
Το Άγγιγμα Τού Μίδα
Συμφώνως προς την Ελληνική Μυθολογία, ο Μίδας ήταν ο Βασιλεύς τής Φρυγίας και ο Σειληνός ήταν ένας πιστός σύντροφος του Διονύσου, θεού τού οίνου. Κάποτε ο βασιλεύς εφιλοξένησε τον Σειληνό στο παλάτι του και όταν ο Διόνυσος το έμαθε, ρώτησε τον βασιλέα τί ήθελε σε αντάλλαγμα για την καλή του πράξη. Ο βασιλεύς απάντησε ότι ήθελε να γίνεται χρυσάφι, ό,τιδήποτε και εάν άγγιζε με τα χέρια του.
Ο Μίδας χωρίς να έχει καταλάβε τί ακριβώς εζήτησε, πίστευε ότι θα γινόταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Όμως διεπίστωσε πολύ σύντομα πώς ό,τι και εάν άγγιζε γινόταν χρυσάφι, ακόμη και το φαγητό του. Πεινασμένος και απελιπσμένος, αγκάλιασε την νεαρή θυγατέρα του για να παρηγορηθεί, αλλά και αυτή έγινε χρυσάφι.
Ο Βασιλεύς, ευρισκόμενος σε απόγνωση, εζήτησε από τον Διόνυσο να τον απαλλάξει από το άγγιγμα και ο θεός τού είπε ότι για να απαλλαγεί από αυτό, θα πρέπει να πλυθεί στον ποταμό Πακτωλό. Ο Μίδας πλύθηκε στον ποταμό και έτσι ακριβώς επανέφερε στην ζωή και την νεαρή θυγατέρα του.
Από τότε, τα σημαντικά αποθέματα χρυσού τού ποταμού Πακτωλού, ήταν η πηγή τού πλούτου τού Βασιλέως Κροίσου, ο οποίος εβασίλευσε από το 546 έως το 500 προ Χριστού.
Σήμερα χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση, για να δηλώσουμε την προφανή δυνατότητα κάποιου να κάνει χρήματα με ό,τιδήποτε και εάν καταπιάνεται. Επίσης χρησιμοποιούμε την έκφραση «αυτός είναι Κροίσος», για να δηλώσουμε ότι κάποιος είναι πάμπλουτος. Ακόμη χρησιμοποιούμε την λέξη «Πακτωλός», για να δηλώσουμε ότι κάτι υπάρχει σε αφθονία, π.χ. «Πακτωλός χρημάτων», «Πακτωλός πληροφοριών» κ.λπ..
Τού 'Ψησε Το Ψάρι Στα Χείλη
Στην Βυζαντινή εποχή, τα μοναστήρια γιόρταζαν με αυστηρή νηστεία την Σαρακοστή. Ένας καλόγερος όμως δεν άντεξε και τηγάνισε κρυφά, σε μια σπηλιά, ψάρια. Για να τον τιμωρήσουν, του γέμισαν το στόμα κάρβουνα και έψησαν ένα ψάρι στα χείλη του.
Υπερέβη Τα Εσκαμμένα
Κατά την διάρκεια των αγώνων, ο Πυθιονίκης Φάϋλος, πήδηξε 17 μέτρα στο άλμα εις μήκος, με αποτέλεσμα να υπερβεί το μήκος τού σκάμματος. Από τότε έμεινε η φράση «υπερέβη τα εσκαμμένα». Πύθια: Πανελλήνιοι αγώνες οι οποίοι ετελούντο κάθε 4 χρόνια στους Δελφούς, προς τιμήν τού θεού Απόλλωνος.
"Αβγά σου καθαρίζουνε;"
Μια φορά το χρόνο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν -για να τιμήσουν την Αφροδίτη και το Διόνυσο- μ' έναν πολύ τρελό και παράξενο τρόπο. Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και άρχιζε τον "πετροπόλεμο" με... αβγά μελάτα. Χιλιάδες αβγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση και ο κόσμος γελούσε ξεφρενιασμένα. Τα γέλια αυτά εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες. Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος μόνο οι πολίτες που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δέσποινες και αυτοκράτορες καμιά φορά. Π.χ. ο "αβγοπόλεμος" ήταν μία από τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αβγά στους αξιωματικούς και στους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η ημέρα της γιορτής των αβγών. Στο Βυζάντιο φαίνεται έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως. Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο-τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο -που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων- έμεινε η ερωτηματική φράση: "αβγά σου καθαρίζουνε;". Τη λέμε δε, όταν βλέπουμε κάποιον να γελά χωρίς λόγο κι αφορμή.
"Θα σε φάει η μαρμάγκα"
Η φράση αυτή έχει την αρχή της από μια δηλητηριώδη αράχνη, που τη λένε "μαρμάγκα" και τρώει λαίμαργα τα θύματά της. Η μαρμάγκα λέγεται και μαύρο σφαλάγγι.
"Κοκορέτσι"
Η λέξη "κοκορέτσι" προέρχεται από το ρωμανικό "αδράχτι" που λέγεται "κουκουρέτσου". Το "κουκουρέτσου" το παρέλαβαν οι Σλάβοι και το μετέτρεψαν σε "κουκουρούζα" και που έτσι ονόμασαν το αραποσίτι, "τη ρόκα, το καλαμπόκι". Έτσι ο οβελίας, πάνω στον οποίο είναι περασμένα τα κομμάτια από εντόσθια τυλιγμένα με έντερα, πήρε το όνομα "κοκορέτσι".
«Του έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι»
Ανάμεσα στους διασκεδαστείς των ανακτόρων του Βυζαντιου, υπηρχαν και νάνοι. Οι αυτοκρατορες, τους είχαν παραχωρήσει παρά πολλά προνομια, ηταν εκλεκτοί τους. Τους είχαν ακόμα και σαν συμβούλους αλλά και για κατασκόπους. Όταν όμως παρεκτρεπονταν, τους έβαζαν τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι και τους αφήναν να κυκλοφορούν έτσι. Η σκληρή αυτή τιμωρία, μπορεί να κρατούσε και 6 μήνες.
"Τα έκαναν πλακάκια"
Τη φράση αυτή λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι, δυο άνθρωποι τα είχαν από πριν συμφωνημένα, δηλαδή τα έκαναν έτσι, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από εκείνο που τους κατηγορούσαν. Μερικοί θέλουν να υποστηρίζουν ότι η έκφραση προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων των σπιτιών. Είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα που δε μένει κανένα κενό! Άλλοι πάλι λένε, πως η έκφραση προήλθε από το παιχνίδι των χαρτιών "πλακάκια". Δυο συμπαίκτες τα κανονίζουν έτσι τα κοψίματα των χαρτιών (στα πλακάκια κόβουν πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο - ανάλογα τη συμφωνία - κερδίζει), ώστε να χάνει πάντα ο τρίτος συμπαίκτης τους.
"ΜΥΡΙΖΩ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ..."
Aπό την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ' ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ' αυτό τον τρόπο έπεφταν σ' ένα είδος ακαταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ..
Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους. Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
"τι καπνό φουμάρει":
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι.
"Τα 'κανε ρόιδο"
Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας υπάρχει η συνήθεια, πριν μπει η νύφη στο σπίτι του γαμπρού, να χτυπάει πάνω στην πόρτα ένα ρόιδι χαραγμένο σταυρωτά και ύστερα να το ρίχνει στο πάτωμα, για να σκορπίσουν οι κόκκοι. Έτσι συμβολίζεται η είσοδος στο σπίτι τόσων καλών, όσα και τα σπυριά του ροδιού. Στη Σίφνο συνηθίσουν τη φράση « θέλω να πατήσω το ρούδι που θα πεί για μιά νέα "θέλω να παντρευτώ". Τώρα φαντάζεστε, βέβαια, όταν η νύφη πατήσει το ρόδι στο πάτωμα, τι ανακατωσούρα γίνεται με τα σκορπισμένα σπυριά. Από 'δώ λέγεται ότι προήλθε η φράση « τα έκανες ρόιδο », που σημαίνει πως κάποιος αδέξια χειρίστηκε κάποιο ζήτημα και τελικά δεν πέτυχε.
"Κηφισιά"
Μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, υπήρχε κάποτε μία μεγάλη τοποθεσία, που την έλεγαν Αλωνάρα, (λέξη που παράγεται από το αλώνι - άλως). Ως τα 1865 περίπου, το μέρος αυτό ήταν κατάφυτο από χιλιάδες πεύκα και διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα: μηλιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, νεραντζιές και αρκετές καστανιές. Από τις τελευταίες, δεν υπάρχει σήμερα ούτε μία για δείγμα. Τα δέντρα αυτά, όπως και ολόκληρη η περιοχή, δεν ήταν ιδιόκτητη. Κανείς δεν τα φύλαγε, αλλά και κανείς δεν τολμούσε να χτίσει σπίτι εκεί τριγύρω, γιατί την εποχή εκείνη σε όλη την Αττική βασίλευαν οι διάφορες ληστοσυμμορίες με αρχηγούς τον Νταβέλη, τον Καρακάση, τον Τσουλή και άλλους. Η Αλωνάρα, όμως, ήταν σωστός πειρασμός για τούς Αθηναίους, ιδίως το καλοκαίρι, που ξεροψήνονταν μέσα στα στενόχωρα σπιτάκια της μικρής, τότε, πρωτεύουσας. Έτσι, πολλοί τολμηροί αποφάσιζαν να πάνε εκδρομή μέχρι εκεί. Προτού όμως, ακόμη βασιλέψει ο ήλιος, παρατούσαν την πράσινη εκείνη ζούγκλα της Αττικής και γυρνούσαν λυπημένοι στην Αθήνα. "Εκεί φυσά, έλεγαν ο ένας στον άλλον, ενώ εδώ πεθαίνει κανείς από την κάψα". Κι’ αυτό το έλεγαν τόσο συχνά, που η Αλωνάρα έγινε σιγά - σιγά Κηφισιά, από παραφθορά των λέξεων "εκεί φυσά".
"Άλλου παπά Ευαγγέλιο"
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας παπάς, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τοτε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε!
-"Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...".
- Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. "Αυτό είναι άλλου παπά - Ευαγγέλιο".
Και από τότε έμεινε η φράση!
"Μαμμόθρεφτο"
Λέγεται πως μαμούρα ήταν η βοηθός της μαμής-μαίας (μαμές ήταν οι πολύξερες από γέννες γιαγιάδες ), η οποία έκανε τις δευτερεύουσες δουλειές κατά τη γέννα. Έπλενε ρούχα, έφερνε το νερό, καθάριζε το μέρος κ.λ.π. Έτσι, μαμούρες ήταν οι υπηρέτριες αυτές. Μαμμόθρεφτο, λοιπόν ή μαμμούθρεφτο ήταν το καλομαθημένο παιδί, που μεγάλωσε με την έγνοια τόσων υπηρετριών και έτσι γινόταν ανίκανο, μαλθακό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπηρετήσει τον εαυτό του.
"Είσαι βλάκας με περικεφαλαία" -
Ο Ιωάννης Κωλέττης, έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία. Εκεί άκουσε μια φράση που την είπε ο Μεγάλος Ναπολέοντας, του άρεσε και τη μετέφερε στην πατρίδα του, αλλά κάπως αλλαγμένη. - Ο Μεγάλος Ναπολέοντας είχε πει κάποτε πως: "Διακρίνουμε δύο τύπους στρατιωτών: τους μαχητές, που είναι έξυπνοι και δραστήριοι και τους στρατιώτες, που τους χρησιμοποιούν για τις παρελάσεις και που πρέπει να είναι βλάκες, για να μπορούν να στέκουν ώρες ολόκληρες στους δρόμους και στις πλατείες, σαν τα αγάλματα! Σ' αυτές τις παρατάξεις χρησιμοποιούσαν πιο πολύ ρακοφόρους, που φορούσαν περικεφαλαίες με ένα λοφίο από πάνω θυσανωτό (φουντωμένο) και που τους έλεγαν Θωρακοφόρους βλάκες, για να δημιουργηθεί αμέσως η έκφραση: "ΒΛΑΚΑΣ ΣΑΝ ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΣ". Στην Ελλάδα όμως, επειδή δεν είχαμε τέτοιο σώμα στρατού, την άλλαξε, τη διαμόρφωσε την έκφραση αυτή ο Κωλέττης και την έκανε: "είναι βλάκας με λοφίο" ή βλάκας με πατέντα" δηλαδή με δίπλωμα, όπως μεταφράζεται, η ιταλική λέξη "πατέντα". Τη φράση αυτή τη μεταχειριζόμαστε σε περίπτωση που βλέπουμε ανθρώπους πολύ καθυστερημένους στο μυαλό.
"Είσαι κάθαρμα" ή "Κάθαρμα"
Σε αρχαιότατους χρόνους, όταν μια πόλη προσβαλλόταν με επιδημία ή αλλά θανατηφόρα κακά, θυσίαζαν, για να εξιλεώσουν το Θείο, έναν από τους πολίτες, είτε εγκληματίας θα ήταν αυτός είτε κανένας άχρηστος και φαύλος. Αυτούς, λοιπόν, που θυσίαζαν, τους αποκαλούσαν «καθάρματα». Αργότερα σαν καθάρματα χρησιμοποιούσαν ζώα ( για να ξεπλυθεί η ντροπή, το άγος ), που τα τύλιγαν με ταινιές και άλλες πολύτιμες διακοσμήσεις. Η απαλλαγή από το μόλυσμα, ο καθαρισμός, ο αγνισμός, με θρησκευτική, συνήθως, σημασία καλείται «κάθαρσις». ( Μεταφορικά ο ανάξιος, τιποτένιος, ο ελεινός ).
«Έβρεξε με το τουλούμι »
Στα ορεινά μέρη, όπου δεν ήταν εύκολο να έχουν στάμνες για την αποθήκευση του νερού, είχαν τα ασκιά, τα «τουλούμια» όπως λέγονται, στα τουρκικά. Έτσι, όταν ήθελαν να αδειάσουν νερό από το «τουλούμι», έπεφτε «μπόλικο », όπως πέφτει, όταν βρέχει δυνατά, με χοντρές σταγόνες. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι Τούρκοι που είχαν και αυτοί δημιουργήσει Πυροσβεστική υπηρεσία παίρνοντας σαν πρότυπα ελληνικά, εβραϊκά, και ρωμαϊκά πυροσβεστικά σώματα της τότε εποχής, όταν ήθελε να σβήσουν καμιά πυρκαγιά χρησιμοποιούσαν πρωτόγονες αντλίες, που λειτουργούσαν σαν τα φυσερά των γύφτων. Δηλαδή, για την πίεση του νερού είχαν ασκιά, «τουλούμια» που πέταγαν το νερό πολύ-πολύ μαζί.
«πράσινα άλογα»
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: "Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!"...Το "πράσσειν άλογα" λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση...Προέρχεται εκ τυ ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος "πράττω" ή/και "πράσσω" (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το "πράττειν" ή/και "πράσσειν" και του "άλογο" που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό "λόγος"=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα.
"Ποιείς τον παπίαν".
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομαζόταν παπίας.Είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα και να διασκεδάζει στα συμπόσια του.Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β', παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κάνεις του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιόταν τον έκπληκτο και τα μάτια του βούρκωναν υποκριτικά. "Είσαι ο καλύτερος μου φίλος" του ελεγε. "Πως μπορούσα να πω εναντίον σου". Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική. Γι' αυτό, από τότε, όταν κάνεις πιανόταν να λέει ψέματα ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά : "Ποιείς τον παπίαν". Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ..
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
« αυτός χρωστάει της Μιχαλούς »
Στα χρόνια του Όθωνα, βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που τους έκανε πιστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε κείνον που δε θα ήταν συνεπής, η Μιχαλού, κυριολεκτικά τον εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήση, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας. Όταν κάνεις ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν : « αυτός χρωστάει της Μιχαλούς ». Από τότε έμεινε αυτή φράση.
« είμαστε για τα πανηγύρια »
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης.
«πήραν τα μυαλά του αέρα»
Αυτή η φράση έμεινε από το Βυζάντιο , που στην πλώρη κάθε μεγάλου Βυζαντινού πλοίου , ήταν τοποθετημένη μία προτομή κεφαλιού λιονταριού ή άλλου θηρίου που είχε το στόμα του διαρκώς ανοιχτό και εκτόξευε "υγρό πυρ" . Για να μπορούσε λοιπόν το υγρό να τινάζεται μακριά έστελναν στο κεφάλι ,από έναν σωλήνα με ειδικές φισούνες ,άφθονο αέρα
"να, έτσι θα σε σκίσω"
Η απειλή αυτή βρίσκεται σε χρήση από αρχαιότατα χρόνια και τη μεταχειριζόταν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά κι οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και αργότερα οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί, ακόμη, όταν μάλωναν μεταξύ τους, διά να βρουν το δίκιο τους, κατέφευγαν στα δικαστήρια. Αν το αδίκημα ήταν βαρύ, ο δικαστής αποφάσιζε να τιμωρήσει αυτούς που αδίκησε με μαστίγωση. Το μαστίγωμα - που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός- ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί ραβδιστές. Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον ένοχο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζα να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ.Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: "τον έσπασα στο ξύλο" ή "τον τσάκισα στο ξύλο".
»Μιλάει Αλα Μπουρνεζικα»
Τα μπουρνεζικα είναι γλώσσα φυλής της Σούδας η οποία ήταν στην Ελλάδα μαζί με Τουρκικά στρατεύματα και φυσικά επειδή κανείς Έλληνας δεν τους καταλάβαινε προέκυψε η φραση, αυτοι μιλούν Αλά Μπουρνεζικα και είναι δυο λέξεις όχι μια, κάτι σαν το Αλά Γαλλικά επιστροφή
ΜΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΚΑΦΑΣΙ..
Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε :" του έφυγε το καφάσι", δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος. Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε :"μου έφυγε το καφάσι" , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.
ΤΟΥΜΠΕΚΙ..
«Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ». Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
"Καβάλησε το καλάμι"
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Την είπαν οι Σπαρτιάτες, για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Και να η ιστορία : Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας , σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα, όμως, τον είδε ένας φίλος του σε αυτή τη στάση. Ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά-σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και να το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα. Βέβαια, στην πάροδο των χρόνων άλλαξε η ερμηνεία του.
«Να μένει το βύσσινο»
Όταν το ρουσφέτι που ζήτησε κάποιος ψηφοφόρος από πολιτικό παράγοντα, δεν φαινόταν ότι θα γίνει αποδεχτό, φώναξε στο γκαρσόνι που προηγουμένως είχε παραγγείλει ένα γλυκό "βύσσινο" για να τον κεράσει και για να πετύχει τον σκοπό του, του είπε: να μένει το βύσσινο. Αυτό ελειπε, να τον κεράσει και από πάνω. Mα με ένα βύσσινο ήθελε ρουσφέτι? Έπρεπε να του γράψει ένα ολόκληρο οικόπεδο με βυσσινιές!
"μάλλιασε η γλώσσα μου"
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
"Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου "
Ο Παντελής Αστραπογιαννάκης ήταν Κρητικός. Όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο, πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε. Και η κατάστασή του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν να απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν : « ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου ».
«Κρύβε λόγια»
Για να γίνει κάποιος μέλος της Φιλικής Εταιρίας οι προϋποθέσεις και οι επιλογές ήταν αυστηρές όπως επίσης και οι συνωμοτικοί κανόνες που τηρούνταν. Όταν τελικά μετά από δοκιμασίες γινόταν αποδεκτό ένα μέλος η διαταγή που του έδιναν ήταν ρητη: "κρυβε λόγια" τονίζοντας για τελευταία φορά πως έπρεπε να εξασφαλιστεί η απόλυτη εχεμύθεια.
«Τον έπιασαν στα πράσα»
Ο Θεόδωρος Καρρας, ηταν αρχηγός συμμορίας των Αθηνών που έκλεβε σπίτια και καταστήματα. Όταν ένα βράδυ πήγαν να κλέψουν έναν παπά που φήμες έλεγαν ότι είναι πάμπλουτος ο παπάς τον αντιληφθηκε, τον έπιασε και τον παρέδωσε στην αστυνομια, η οποία στη συνεχεία εξάρθρωσε και όλη τη συμμορία του. Το σπίτι του παπά ήταν περιτριγυρισμένο από κήπο γεμάτο πράσα και εκεί ακριβώς τον έπιασαν.
«Του κόλλησε τη ρετσινιά»
Στην Πελοποννησο "ρετσινια" λεγεται το κομμάτι από δέρμα γίδας που αλείφεται με ρετσίνι δημιουργώντας ένα αυτοσχέδιο θεραπευτικό τσιρότο που φυσικά δεν ξεκολλούσε εύκολα όπως.. Οι προκαταλήψεις για ανθρωπο, που είχε κατηγορηθεί για κάτι.
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό
Φιλάργυρος σε υπέρτατο βαθμό, ταυτόχρονα δε δύστροπος και εγωιστής, άνθρωπος που δεν κάνει καλό σε κανέναν, ούτε καν στον φύλακα άγγελό του, έστω κι αν δεν του κοστίζει σχεδόν τίποτε, όπως το νερό. Δεν χάλαγε, δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν τίποτα. (...) Τώρα, γιατί του κολλήσανε και τον είπανε "σπάγγο", άλλη κουβέντα. Σπάγγο, τσιγγούνη, δηλαδή, και να μη δίνει του αγγέλου του νερό.
Πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια;
Γιατί εκτίθεσαι σε κινδύνους χωρίς προφυλάξεις; ή, πώς αναλαμβάνεις δύσκολο έργο χωρίς τα απαραίτητα μέσα ή προσόντα, χωρίς προοπτικές επιτυχίας; Κι ύστερα, σάμπως είχα καμιά δουλειά στα χέρια μου, δικιά μου, σίγουρη, για να τους πολεμήσω; Εκτακτος ήμουν στο λιμάνι, κι έκτακτος θα πει ότι κάθε μέρα μπορούσες να πάρεις πασαπόρτι. Και κόρη βρέφος, τόσα έξοδα! Πού να πας ξυπόλυτος στα αγκάθια;
Αγρόν ηγόρασε
αδιαφόρησε εντελώς, ιδίως σε προειδοποιήσεις, συμβουλές, παραινέσεις, κτλ. Από το Ευαγγέλιο στην παραβολή του "μεγάλου δείπνου", ο πρώτος προσκαλεσμένος αρνείται την πρόσκληση με τη δικαιολογία ότι μόλις αγόρασε ένα χωράφι και πρέπει να το φροντίσει: "ο πρώτος είπεν αυτώ αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν ερωτώ σε, έχε με παρητημένον" (Λουκ. 14.18). Το μοτίβο αυτό σχολιάστηκε πολύ από τους Πατέρες της εκκλησίας ώσπου έγινε παροιμιακό. Ενδιαφέρον είναι ότι σχεδόν πάντοτε διατηρείται στη χρήση η παρωχημένη χρονική αύξηση στο "ηγόρασε". "Να προσέχεις", τον συμβούλεψε η Βάνα. Αλλά αυτός... αγρόν ηγόραζε. Τι είχε να φοβηθεί άλλωστε. Β. Μπούτος, Ο Ιωάννης Μαρία του φθινοπώρου.
ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα
προσποιούμενος τον αθώο, προσπαθώ με εύστοχες και δήθεν ανώδυνες ερωτήσεις να εκμαιεύσω μυστικά από τον συνομιλητή μου κοινώς, τον ψαρεύω. Η εικόνα παραπέμπει στους ψαράδες που ρίχνουν τα δίχτυα.
-- 'Ερχεστε εδώ δήθεν να μου πείτε μια καλησπέρα... Να σας πω εγώ τι ήρθατε να κάνετε. 'Ηρθατε να ρίξετε άδεια, για να πιάσετε γεμάτα.
-- Να πιάσουμε γεμάτα περί τίνος θέματος;
-- Για να μάθετε τι συμφωνίες έχει κάνει ο Στρατηγός με τον αρχηγό.
στην (άλλη) άκρη του κόσμου
σε πολύ μακρινό μέρος ή, απλώς, σε απόκεντρη συνοικία της πόλης. Η "άκρη" του κόσμου είναι το ομηρικό "πείρατα γαίης" (Θ478-9, Ξ 301, δ 563). Αλλά και η σημασία της πολύ μακρινής συνοικίας απαντά στα Ειδύλλια του Θεοκρίτου (15.8), όταν μια γυναίκα βρίζει τον άντρα της που διάλεξε να πιάσει σπίτι "επ' έσχατα γας". Εγώ το στρίβω, αλλά πού να πάω και από πού; Εδώ, αδελφέ, ο σταθμός είναι στην άλλη άκρη του κόσμου! 'Εχουμε δρόμο και δρόμο. Ας τραβώ!..."Λίγο απ' όλα" <1894>, Η αθηναϊκή επιθεώρηση.
έμεινε στήλη άλατος
έμεινε εμβρόντητος, άφωνος και ακίνητος από τη μεγάλη έκπληξη. Αρχή είναι η βιβλική ιστορία του Λωτ και της γυναίκας του, η οποία, παραβαίνοντας τη θεϊκή εντολή, στράφηκε να δει τα φλεγόμενα Σόδομα και Γόμορα: "και επέβλεψεν η γυνή αυτού εις τα οπίσω και εγένετο στήλη αλός" (Γέν. 19.26). 'Οπως φαίνεται και από την ελαφρά μεταβολή, η φρ. εισήχθη στην κοινή γλώσσα από το σχολείο και όχι από την εκκλησία. 'Οταν κατέβηκα, ανύποπτη, με το πέτσινο πανωφόρι στα χέρια, κι είδα τα κρεβάτια μας γυμνά, απόμεινα σα στήλη άλατος. Κ. Ταχτσής,
μοιάζω για αμερικανάκι; για αμερικανάκι με πέρασες;
Δεν είμαι αφελής, δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Η φράση, που έχει ήδη παλιώσει κάπως, γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950, όταν το λιμάνι του Πειραιά πλημμύριζε από αμερικανούς ναύτες που έπεφταν εύκολα θύματα των αετονύχηδων της πιάτσας. Κοίτα ρε άνθρωπος που πάει να δουλέψει εμένα... Ρε κύριε, για κοίταξέ με καλά -όχι, να με κοιτάξεις! Δε μου λες, μοιάζω για αμερικανάκι;
το έβαλε αμέτι μουχαμέτι
έχει σκοπό αμετάτρεπτο, έχει πάρει απόφαση αμετάκλητη στην οποία επιμένει με πείσμα. Από τα τουρκικά, προφανώς, αν και τέτοια έκφραση δεν υπάρχει στη σημερινή τουρκική γλώσσα, ούτε καν λέξη amet άλλωστε. 'Εχει προταθεί το παλαιό amd = σκοπός, ίσως με επίδραση του adet = συνήθεια -αυτό είναι πιθανό, καθώς βρίσκω σαντορινιά παραλλαγή "τό' χει αντέτι μουχαμέτι". Ο γερο-Μαρής, ο Βαβδινός, σεβάσμιος τοκογλύφος, είχε κατέλθει εις τον εκλογικόν αγώνα και το είχεν αμέτ-Μωαμέτ, να γίνη δήμαρχος.
έφαγε / ήπιε τον άμπακο
Πάρα πολύ. 'Αμπακος (αντιδάνειο μέσω του ιταλ. abbaco) είναι ο αρχαίος άβαξ, το πινάκιο για τους λογαριασμούς. 'Αμπακος ονομάστηκε επίσης, από τον λαό, το πρώτο ελληνικό βιβλίο πρακτικής αριθμητικής, του Εμμ. Γλυνζωνίου, που τυπώθηκε επί τουρκοκρατίας και εθεωρήθη ότι περικλείει το άπαν της σοφίας, εξ ου και η παλιά έκφραση "ξέρει τον άμπακο". Σιγά-σιγά, η λ. άμπακος προσέλαβε τη σημασία της μεγάλης ποσότητας γενικώς (π.χ. "του έψαλε τον άμπακο") και τελικά περιορίστηκε στη μεγάλη ποσότητα φαγητού ή πιοτού. Τί ήρθες να κάμεις, μωρέ αρχοντογούρουνο, και συ στον κόσμο; 'Εφαγες τον περίδρομο, ήπιες τον άμπακα